- ρομπατσίνα
- η, Νεπίπληξη, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. robaccina < romanzina].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρομπατσίνα — η (λ. ιταλ.), αυστηρή επίπληξη: Είναι στενοχωρημένος από τη ρομπατσίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)